- διαλείψῃ
- διαλείψηι , διάλειψιςan intervalfem dat sg (epic)διαλείπωleave an interval betweenfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάλειψη — η (Α διάλειψις, εως) [διαλείπω] προσωρινή διακοπή, πρόσκαιρη παύση … Dictionary of Greek
διάλειψη — η (ιατρ.), προσωρινή διακοπή της κανονικής λειτουργίας ενός οργάνου, αναστολή ικανοτήτων κτλ.: Έχει συχνές διαλείψεις μνήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… … Dictionary of Greek
διακοπή — η (AM διακοπή) [διακόπτω] το να διακόπτεται κάτι νεοελλ. 1. παύση, προσωρινή ή οριστική, αναστολή, σταμάτημα, λύση τής συνέχειας 2. αντιλογία, ερώτηση σε ομιλητή η οποία τόν υποχρεώνει να σταματήσει 3. στον πληθ. οι διακοπές α) χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek
είμμα — το (Α λεῑμμα, ατος) [λείπω] υπόλοιπο, υπόλειμμα («ὁρᾷ τοῡ παιδὸς τὰ λείμματα», Ηρόδ.) αρχ. 1. μουσ. η μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων 2. (στη ρυθμική) η ελάχιστη ανάπαυλα 3. ιατρ. διάλειψη, διακοπή τού πυρετού 4.… … Dictionary of Greek
κενεμβάτησις — κενεμβάτησις, ἡ (Α) [κενεμβατώ] ιατρ. 1. η διείσδυση σε κοιλότητα 2. η διάλειψη τού σφυγμού … Dictionary of Greek
κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη … Dictionary of Greek
μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) … Dictionary of Greek